Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

«Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» (God Loves Caviar)


Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής

Ερμηνεία: Σεμπάστιαν Κοχ, Κατρίν Ντενέβ, Χουάν Ντιέγκο Μπότο, Τζον Κλιζ, Όλγα Σιτίλοβα, Λάκης Λαζόπουλος, Άκης Σακελλαρίου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Γιάννης Βούρος, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Γιώργος Χαραλαμπίδης, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Παύλος Κοντογιαννίδης, Δημήτρης Καλλιβωκάς, Τάσος Νούσιας.



του: Τερζή Κ.
πηγή: ΑΥΓΗ

«Είναι επικίνδυνος, γιατί τολμά να ονειρεύεται», σχολιάζει κάποιος από τους «προύχοντες» του υπό ίδρυση ελληνικού κράτους για τον γηραιό πλέον Ιωάννη Βαρβάκη, στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Το περίεργο όμως είναι ότι ο χαρακτήρας που αναπτύσσεται επί της οθόνης εμφανίζεται μάλλον συμβατικός, με σπάνιες εξάρσεις και ακόμη λιγότερα σημεία «καμπής», ανέλιξης, που λογικά θα έπρεπε να ανταποκρίνονται στις ιλιγγιώδεις μεταπτώσεις της προσωπικής του περιπέτειας (από πειρατής-σύμμαχος των Ρώσων στα Ορλωφικά, φτάνει στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, καταλήγει στις ακτές της Κασπίας, όπου ανακαλύπτει μέθοδο εξαγωγής του χαβιαριού και γίνεται πάμπλουτος και εθνικός ευεργέτης...).

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο Σμαραγδής «κατάφερε» να σκιαγραφήσει επί της οθόνης τον χαρακτήρα ενός πειρατή χωρίς «αιχμές» - μοναδική «αιχμή» είναι η δύσκολη σχέση με την κόρη του, αλλά αυτή παραπέμπει μάλλον σε αστικό ψυχόδραμα, όχι στην ταινία που είχε μάλλον κατά νου ο σκηνοθέτης. Όλοι οι χαρακτήρες, ακόμη και η αδίστακτη Μεγάλη Αικατερίνη, εμφανίζονται απίστευτα καλοπροαίρετοι (ή μάλλον ιδιότυπα «συναινετικοί»), ενώ, από την άλλη πλευρά, ο λυσσαλέος ελληνικός εμφύλιος στα χρόνια της Επανάστασης του '21 αποδίδεται απλώς «στις επεμβάσεις των ξένων», όπως διαβάζουμε στους τίτλους της αρχής. Το ερώτημα, τι συγκροτούσε «εθνική συνείδηση» για τον Ιωάννη Βαρβάκη σε εκείνη την εξαιρετικά ρευστή ιστορική περίοδο, είναι απίστευτα ενδιαφέρον, αλλά ο Σμαραγδής είτε δεν μπορεί είτε δεν θέλει να το προσεγγίσει ουσιαστικά - γιατί βέβαια το να αντικρίζει ο κύριος χαρακτήρας τη θάλασσα και να φαντασιωνόμαστε όλοι μαζί ότι ο ήρωας νιώθει εθνικό ρίγος, δεν είναι κινηματογράφος για το έτος 2012, πολλά έχουν αλλάξει στη φιλμική αφήγηση (ευτυχώς) από τις αρχές της δεκαετίας του '70 και τον «εθνικό» κινηματογράφο της εποχής εκείνης...

Ο Σμαραγδής αναπαράγει την πολύ γνωστή μας «εθνική αφήγηση» επί της οθόνης, αφήγηση που δεν επαναπροσδιορίζει (στις σημερινές ανάγκες) τα κρίσιμα ερωτήματα για την ταυτότητά μας, ερωτήματα που διακινούνται ούτως ή άλλως στο «σώμα» της κοινωνίας σήμερα, απλώς επιδιώκει να «σταλάξει βάλσαμο» στις ψυχές των σημερινών Ελλήνων με «άλλη μια βιογραφία ενός σπουδαίου Έλληνα», γιατί, όπως δηλώνει με άνεση ο σκηνοθέτης, «αν ο καθένας μας ακολουθούσε το παράδειγμά του, τότε σίγουρα η Ελλάδα σήμερα θα ήταν διαφορετική». Τόσο απλά; Να υιοθετήσει ο σημερινός άνεργος ή ο χειμαζόμενος μαγαζάτορας το πρότυπο ενός πειρατή-μεγαλοεπιχειρηματία του 18ου αιώνα;

Και δυο λόγια για τους ηθοποιούς, μια και το φιλμ, μάλλον κόντρα στις προθέσεις του Σμαραγδή, μετατρέπεται στην πορεία σε ταινία ερμηνειών: Η συνύπαρξη Ελλήνων και ξένων ηθοποιών καταλήγει να είναι εις βάρος των πρώτων, που σε γενικές γραμμές υιοθετούν ένα μανιερίστικο, ακόμη και τηλεοπτικό, ύφος. Εντυπωσιάζει (σε δεύτερο ρόλο) ο Ισπανός Χουάν Ντιέγκο Μπότο, ο «ιεροεξεταστής» του «Ελ Γκρέκο», σε βαθμό να αναρωτιέται κανείς γιατί ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός δεν έχει γίνει ακόμη παγκοσμίως γνωστός. Ο Σεμπάστιαν Κοχ αγωνίζεται φιλότιμα να δώσει υπόσταση σε έναν ρόλο με πολλές σεναριακές «τρύπες», και σε κάποιο βαθμό το καταφέρνει.